τσούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
τσούρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Κατά τον γλωσσολόγο Κ. Καραποτόσογλου, Ετυμολογικά κυπριακά μελετήματα, Λευκωσία 2008, σ.454,η κυπριακή λ. τσούρα, η, προέρχεται από τα γαλλικά ιδιώματα, πρβλ. φραγκοπροβηγκιανά tsyôra, (Bagnes-Wallis) tsyôr, (Bugey) tsyûra, (Forez) chura, (Grenoble) chiôra = Ziege = κατσίκα.


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσούρα θηλυκό

  1. (κυπριακά) η κατσίκα, η αίγα
  2. (ιδιωματικό) το πέος