τυμπανιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυμπανιστής < αρχαία ελληνική τυμπανιστής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυμπανιστής αρσενικό (θηλυκό: τυμπανίστρια)
τυμπανιστής αρσενικό (θηλυκό: τυμπανίστρια)