τυπώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τυπώνω

τυπώνομαι

  • μεταφέρομαι πάνω σε χαρτί σε μορφή κειμένου ή εικόνων (χρησιμοποιείται κυρίως στο γ' πρόσωπο)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]