τυφεκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυφεκίζω < τυφέκ(ιον) + -ίζω

τυφεκίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]