τυφλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τυφλίτης | οι | τυφλίτες |
γενική | του | τυφλίτη | των | τυφλιτών |
αιτιατική | τον | τυφλίτη | τους | τυφλίτες |
κλητική | τυφλίτη | τυφλίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυφλίτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυφλίτης αρσενικό