τυφλοῦ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τυφλού

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τυφλοῦ αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του τυφλός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (τυφλόν) του τυφλός