τυχαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τυχαίο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυχαίος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tiˈçe.o/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τυχαίο ουδέτερο

  • η εμφάνιση γεγονότων που οφείλονται στην τύχη και όχι σε σκόπιμη ενέργεια

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τυχαίο

  1. τυχαίος, στην αιτιατική του ενικού
  2. ουδέτερο του τυχαίος στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού