τόφαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τόφαλος < προέρχεται από το επώνυμο του παγκοσμίου πρωταθλητή και ολυμπιονίκη Δημητρίου Τόφαλου

Επίθετο

[επεξεργασία]

τόφαλος

  1. (μεταφορικά) πολύ δυνατός και μεγαλόσωμος άντρας, θηριώδης
    είναι σαν τόφαλος
  2. (μεταφορικά) ο πολύ χοντρός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]