τἀναντία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]τἀναντία < συνηρημένη μορφή της φράσης τά ἐναντία (α+ ἐ =ἀ) < ἐναντία: πληθ. του ουδέτερο του ἐναντίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έναρθρου και συνηρημένου επιθέτου ἐναντίον, ουδετέρου του επιθέτου ἐναντίος
- δυϊκός του ἐναντία (ονομαστική, αιτιατική, κλητική), θηλυκού του επιθέτου ἐναντίος
- → δείτε τη λέξη ἐναντίος