υδαταποθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδαταποθήκη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδαταποθήκη θηλυκό
- τόπος αποθήκευσης νερού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδαταποθήκη
|