υδατοστρόβιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδατοστρόβιλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδατοστρόβιλος αρσενικό

  1. στρόβιλος, δίνη νερού
  2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται χάρη στην ώθηση του νερού
     συνώνυμα: υδροστρόβιλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]