υδατοσφαιριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδατοσφαιριστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδατοσφαιριστής αρσενικό
- ο αθλητής της υδατοσφαίρισης (πόλο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδατοσφαιριστής
|