υδρογέφυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈʝe.fi.ɾa/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρογέφυρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδρογέφυρα
|