υδροκεφαλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδροκεφαλικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]υδροκεφαλικός, -ή, -ό
- σχετικός με την υδροκεφαλία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδροκεφαλικός αρσενικό (θηλυκό υδροκεφαλική)
- ασθενής που πάσχει από υδροκεφαλία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδροκεφαλικός