υδροκεφαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδροκεφαλισμός < υδροκέφαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδροκεφαλισμός αρσενικό
- η διόγκωση του διοικητικού κέντρου εις βάρος της περιφέρειας και ο συγκεντρωτισμός που αυτό συνεπάγεται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υδροκεφαλισμός
|