υδροχλώριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροχλώριο τα υδροχλώρια
      γενική του υδροχλωρίου
υδροχλώριου
των υδροχλωρίων
    αιτιατική το υδροχλώριο τα υδροχλώρια
     κλητική υδροχλώριο υδροχλώρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδροχλώριο < υδρο- + χλώριο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδροχλώριο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]