υιοθετήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]υιοθετήσιμος
- που μπορεί να υιοθετηθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υιοθετήσιμος
|