υλοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος υλοποιώ

υλοποιούμαι

  • γίνομαι πραγματικός, παίρνω "σάρκα και οστά", με πραγματοποιούν
υλοποιούνται τα όνειρα, τα σχέδια, τα οράματα, οι προσδοκίες, τα προγράμματα
  • εμφανίζομαι (για οπτασίες που κάποιοι πιστεύουν ότι αποκτούν υλική υπόσταση)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]