υπέρθυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπέρθυρο | τα | υπέρθυρα |
γενική | του | υπέρθυρου | των | υπέρθυρων |
αιτιατική | το | υπέρθυρο | τα | υπέρθυρα |
κλητική | υπέρθυρο | υπέρθυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπέρθυρο < αρχαία ελληνική ὑπέρθυρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπέρθυρο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) η δομική αλλά και διακοσμητική κατασκευή από διάφορα υλικά (μάρμαρο, ξύλο) που βρίσκεται πάνω από θύρα ή παράθυρο