υπεζωκότας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεζωκότας < υπεζωκώς, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπεζωκώς από την αιτιατική ενικού «τὸν ὑπεζωκότα». Περισσότερα στο ὑπεζωκώς.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pe.zoˈko.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ζω‐κό‐τας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεζωκότας αρσενικό
- (ανατομία) άλλη μορφή του υπεζωκώς προσαρμοσμένη στη δημοτική
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υπεζωκώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπεζωκότας
→ δείτε τη λέξη υπεζωκώς |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)