υπεκφυγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπεκφυγή οι υπεκφυγές
      γενική της υπεκφυγής των υπεκφυγών
    αιτιατική την υπεκφυγή τις υπεκφυγές
     κλητική υπεκφυγή υπεκφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπεκφυγή < υπεκφεύγω +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπεκφυγή θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]