υπερέκκριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερέκκριση | οι | υπερεκκρίσεις |
γενική | της | υπερέκκρισης* | των | υπερεκκρίσεων |
αιτιατική | την | υπερέκκριση | τις | υπερεκκρίσεις |
κλητική | υπερέκκριση | υπερεκκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερεκκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερέκκριση < υπερεκκρίνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερέκκριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπερεκκρίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερέκκριση
|