υπερακοντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερακοντίζω < λείπει η ετυμολογία

υπερακοντίζω

  1. υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερτερώ
    η ανεργία υπερακοντίστηκε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]