υπερασπίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερασπίστρια < υπερασπιστής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερασπίστρια θηλυκό
- θηλυκό του υπερασπιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερασπίστρια