υπεραυξάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπεραυξάνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]υπεραυξάνω
- αυξάνω μια ποσότητα υπερβολικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπεραυξάνω
|