υπερευφυΐα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερευφυΐα < υπερ- + ευφυΐα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υπερευφυΐα θηλυκό

  • (τεχνητή νοημοσύνη) υποθετικός ευφυής πράκτορας του οποίου η νοημοσύνη είναι κατά πολύ ανώτερη από την ανθρώπινη

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]