υπερευφυΐα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερευφυΐα θηλυκό
- (τεχνητή νοημοσύνη) υποθετικός ευφυής πράκτορας του οποίου η νοημοσύνη είναι κατά πολύ ανώτερη από την ανθρώπινη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερευφυΐα