υπερικέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπερικέλαιο | τα | υπερικέλαια |
γενική | του | υπερικέλαιου & υπερικελαίου |
των | υπερικέλαιων & υπερικελαίων |
αιτιατική | το | υπερικέλαιο | τα | υπερικέλαια |
κλητική | υπερικέλαιο | υπερικέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερικέλαιο ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερικέλαιο
|