υπερπέραν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερπέραν < ὑπερπέραν < ὑπέρ + πέραν < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l'au-delà
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερπέραν ουδέτερο
- ο κόσμος που θεωρείται ότι υπάρχει μετά το τέλος της ζωής
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε θεωρείται ότι βρίσκεται πέρα από τον κόσμο που γνωρίζουμε
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συναντάται μόνο στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού (με την ίδια μορφή)