υπερπηδημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερπηδημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπερπηδώ
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερπηδημένος
- που είναι δυνατόν να υπερπηδηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερπηδημένος
|