υπερτασικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερτασικός < υπέρτασ(η) + -ικός[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερτασικός, -ή, -ό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερτασικός αρσενικό (θηλυκό υπερταστική)
- που πάσχει από υπέρταση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερτασικός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υπερτασικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας