υπερυψώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερυψώνω < ελληνιστική κοινή ὑπερυψόω / ὑπερυψῶ < ὑπέρ + ὑψόω / ὑψῶ < ὕψος < ὕψι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.pe.riˈpso.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πε‐ρυ‐ψώ‐νω
παλιότερος συλλαβισμός: υ‐περ‐υ‐ψώ‐νω

υπερυψώνω (παθητική φωνή: υπερυψώνομαι)

  • υψώνω πολύ, πάνω από το συνηθισμένο ή κανονικό
    ※  Στο σημείο αυτό έγινε δεκτή και η παρατήρηση του καθηγητή Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Μανόλη Κορρέ, ο οποίος ζήτησε οι βάσεις να υπερυψωθούν κι άλλο —να ξεπερνούν το ύψος του γονάτου, όπως είπε χαρακτηριστικά— λόγω της μεγάλης αισθητικής και αρχαιολογικής αξίας των εκθεμάτων. (www.tovima.gr, 12.05.2011)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]