υπερφορτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερφορτίζω < υπερ- + φορτίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική overcharge)

υπερφορτίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]