υπερχρεωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερχρεωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρ. υπερχρεώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]υπερχρεωμένος
- έχω υπερβολικά μεγάλα χρέη, τα οποία δεν μπορώ να εξυπηρετήσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερχρεωμένος
|