υπερώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερώνυμος < υπερώνυμ(ο) + -ος ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypernymous ή από τη γαλλική hyperonymique < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ὄνυμα. Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + -ώνυμος. Διαφορετικό το ελληνιστικό ὑπερώνυμος.
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερώνυμος, -η, -ο
- (γλωσσολογία) που έχει ευρύτερη σημασία, που κατατάσσεται ιεραρχικά σε ανώτερη σημασιολογικά βαθμίδα
- (θρησκεία) υπέρτερος κάθε ονομασίας, που δεν μπορεί να εκφραστεί
- → δείτε τη λέξη ὑπερώνυμος ((ελληνιστική κοινή))
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερώνυμος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνυμος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)