υπηρεσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.pi.re.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πη‐ρε‐σι‐α‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]υπηρεσιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με κάποια υπηρεσία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή ή σχετίζεται μ’ αυτή
- για υπάλληλο που είναι τυπικός και προσηλωμένος στη δουλειά του
- που είναι προσωρινός σε κάποια θέση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ενδοϋπηρεσιακά
- ενδοϋπηρεσιακός
- εξωυπηρεσιακά
- εξωυπηρεσιακός
- προϋπηρεσιακός
- υπηρεσιακά
- υπηρεσιακώς
- → δείτε τη λέξη υπηρεσία
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- υπηρεσιακή κυβέρνηση: (πολιτική) προσωρινή μη κομματική κυβέρνηση με αποκλειστικό σκοπό τη διενέργεια εκλογών
- υπηρεσιακή έκθεση: έκθεση με την οποία αξιολογούνται από προϊστάμενο οι δημόσιοι υπάλληλοι
- υπηρεσιακό συμβούλιο: συμβούλιο που γνωμοδοτεί για μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης δημοσίων υπαλλήλων
- Ανώτατο Περιφερειακό Υπηρεσιακό Συμβούλιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπηρεσιακός