υπογειοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπογειοποίηση | οι | υπογειοποιήσεις |
γενική | της | υπογειοποίησης* | των | υπογειοποιήσεων |
αιτιατική | την | υπογειοποίηση | τις | υπογειοποιήσεις |
κλητική | υπογειοποίηση | υπογειοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπογειοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπογειοποίηση < υπογειοποιώ + -ση ή υπόγειο + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπογειοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπογειοποιώ, η μετατροπή ενός υπέργειου χώρου σε υπόγειο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπογειοποίηση