υπογόνιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]υπογόνιμος, -η, -ο
- (ιατρική) που δυσκολεύεται να τεκνοποιήσει, ενώ έχει (συστηματικές) σεξουαλικές επαφές
- Η νέα μελέτη δίνει ελπίδα σε υπογόνιμους άνδρες ότι θα μπορέσουν να αποκτήσουν απογόνους. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπογονιμότητα
- → δείτε τις λέξεις υπό και γόνιμος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπογόνιμος
|