υποδαύλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδαύλιση | οι | υποδαυλίσεις |
γενική | της | υποδαύλισης* | των | υποδαυλίσεων |
αιτιατική | την | υποδαύλιση | τις | υποδαυλίσεις |
κλητική | υποδαύλιση | υποδαυλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδαυλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποδαύλιση < υποδαυλίζω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποδαύλιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υποδαυλίζω, η προσθήκη έντασης, η πυροδότηση συχνά με ύπουλο τρόπο, εκ του αφανούς, αλλά και φανερά, η προσπάθεια να οδηγηθεί κάποιος ή κάποιοι σε αναστάτωση, ξεσηκωμό, η εμπρηστική υποκίνηση, το να ρίχνει κάποιος λάδι στη φωτιά
- η υποδαύλιση της αντιπαράθεσης δυτικού και μουσουλμανικού κόσμου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις υποδαυλίζω και δαυλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποδαύλιση