υποδαύλιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδαύλιση οι υποδαυλίσεις
      γενική της υποδαύλισης* των υποδαυλίσεων
    αιτιατική την υποδαύλιση τις υποδαυλίσεις
     κλητική υποδαύλιση υποδαυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδαυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποδαύλιση < υποδαυλίζω + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποδαύλιση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]