υποεπιτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.po.e.pi.tɾoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐ε‐πι‐τρο‐πή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποεπιτροπή θηλυκό
- μικρή επιτροπή, μέρος μιας μεγαλύτερης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποεπιτροπή