υποθετικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

υποθετικά < υποθετικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

υποθετικά

  1. για κάτι που ίσως ισχύει• για κάτι που προέκυψε ως νοερό συμπέρασμα το οποίο όμως δεν βασίζεται σε σαφή δεδομένα
    (ασχέτως εάν επικαλούνται αναπόδεικτες σχέσεις μεταξύ δεδομένων)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

υποθετικά