υποθετικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]υποθετικά < υποθετικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]υποθετικά
- για κάτι που ίσως ισχύει• για κάτι που προέκυψε ως νοερό συμπέρασμα το οποίο όμως δεν βασίζεται σε σαφή δεδομένα
- (ασχέτως εάν επικαλούνται αναπόδεικτες σχέσεις μεταξύ δεδομένων)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποθετικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υποθετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποθετικό