υπονομεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπονομεύω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπονομεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπονομεύω (αρχική σημασία: σκάβω υπονόμους) < αρχαία ελληνική ὑπόνομος

υπονομεύω, αόρ.: υπονόμευσα, παθ.φωνή: υπονομεύομαι, π.αόρ.: υπονομεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: υπονομευμένος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παθητικοί αόριστοι: υπονομεύτηκα, υπονομεύθηκα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]