υποπολλαπλάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποπολλαπλάσιο < υποπολλαπλάσιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποπολλαπλάσιο ουδέτερο
- (μαθηματικά) το πηλίκο της διαίρεσης ενός αριθμού με κάποιον από τους διαιρέτες του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποπολλαπλάσιο
|