υποπρολεταριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποπρολεταριακός < υπο- + προλεταριακός
Επίθετο
[επεξεργασία]υποπρολεταριακός
- (κοινωνιολογία) που έχει σχέση με το υποπρολεταριάτο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη προλετάριος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποπρολεταριακός
|