υποτείνουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑποτείνουσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποτείνουσα οι υποτείνουσες
      γενική της υποτείνουσας
υποτεινούσης
των υποτεινουσών
    αιτιατική την υποτείνουσα τις υποτείνουσες
     κλητική υποτείνουσα υποτείνουσες
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, λόγιος.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η (α) υποτείνουσα σε σχήμα για το Πυθαγόρειο θεώρημα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποτείνουσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτείνουσα (ὑποτείνουσα γραμμή / ὑποτείνουσα πλευρά), θηλυκό της μετοχής ενεστώτα του ρήματος ὑποτείνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποτείνουσα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]