υπόλευκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπόλευκος < αρχαία ελληνική ὑπόλευκος < ὑπό + λευκός
Επίθετο
[επεξεργασία]υπόλευκος, -η, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ασπριδερός / ασπρειδερός / ασπρουδερός / ασπροδερός
- ασπρουλιάρης
- ασπρουλιάρικος
- ασπρουλός
- ασπρούτσικος
- ημίλευκος
- λευκωπός