υπόστεγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπόστεγο | τα | υπόστεγα |
γενική | του | υπόστεγου | των | υπόστεγων |
αιτιατική | το | υπόστεγο | τα | υπόστεγα |
κλητική | υπόστεγο | υπόστεγα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπόστεγο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπόστεγο ουδέτερο
- χώρος που έχει κάποια μορφή σκεπής και είναι ανοικτός τουλάχιστον από δύο πλευρές
- χώθηκα κάτω από ένα υπόστεγο μέχρι να σταματήσει η μπόρα