υφαλμύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υφαλμύρωση | οι | υφαλμυρώσεις |
γενική | της | υφαλμύρωσης* | των | υφαλμυρώσεων |
αιτιατική | την | υφαλμύρωση | τις | υφαλμυρώσεις |
κλητική | υφαλμύρωση | υφαλμυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υφαλμυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υφαλμύρωση θηλυκό
- η αύξηση της ποσότητας αλατιού στα γλυκά νερά, λόγω της εισαγωγής θαλασσινού νερού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αύξηση ποσότητας αλατιού