υψημοριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υψημοριακός < υψιμοριακός κατά το υψηλός με περικοπή του υψηλο- + μοριακός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική high-density)
Επίθετο
[επεξεργασία]υψημοριακός, -ή, -ό
- άλλη γραφή του υψιμοριακός
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υψημοριακός
→ δείτε τη λέξη υψιμοριακός |