φάλτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfal.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φάλ‐τσα
Επίρρημα[επεξεργασία]
φάλτσα
- με φάτλσο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φάλτσα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φάλτσα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φάλτσο, ουδέτερο του φάλτσος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φάλτσα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φάλτσο