φαγκότο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φαγκότο | τα | φαγκότα |
γενική | του | φαγκότου | των | φαγκότων |
αιτιατική | το | φαγκότο | τα | φαγκότα |
κλητική | φαγκότο | φαγκότα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαγκότο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fagotto (δεμάτι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /faˈɡo.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γκό‐το
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαγκότο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) ξύλινο πνευστό όργανο με διπλωμένο σωλήνα, διπλό γλωσσίδι και βαθύ τόνο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)